φορτηγός

φορτηγός
-ό / φορτηγός, -όν, ΝΜΑ
αυτός που μεταφέρει φορτία, εμπορεύματα (α. «φορτηγό πλοίο» β. «φορτηγὸς ναῡς», Πολυδ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το φορτηγό
αυτοκίνητο τροχοφόρο όχημα μεγάλης μεταφορικής ικανότητας προοριζόμενο για τη μεταφορά βαρέων φορτίων
(αρχ) (για πρόσ.) αυτός που μεταφέρει εμπορεύματα, έμπορος («ναυβάτης φορτηγός», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φόρτος + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. στρατ-ηγός. Το -η- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φορτηγός — one who carries cargoes masc nom sg φορτηγός one who carries cargoes masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορτηγός, -ός, -ό — 1. αυτός που μεταφέρει φορτία: Φορτηγό ζώο. 2. το ουδ. ως ουσ., φορτηγό (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φορτηγά — φορτηγός one who carries cargoes neut nom/voc/acc pl φορτηγά̱ , φορτηγός one who carries cargoes fem nom/voc/acc dual φορτηγά̱ , φορτηγός one who carries cargoes fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορτηγόν — φορτηγός one who carries cargoes masc acc sg φορτηγός one who carries cargoes neut nom/voc/acc sg φορτηγός one who carries cargoes masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορτηγοί — φορτηγός one who carries cargoes masc nom/voc pl φορτηγός one who carries cargoes masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορτηγούς — φορτηγός one who carries cargoes masc acc pl φορτηγός one who carries cargoes masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορτηγέ — φορτηγός one who carries cargoes masc voc sg φορτηγός one who carries cargoes masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορτηγῷ — φορτηγός one who carries cargoes masc/neut dat sg φορτηγός one who carries cargoes masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορτηγότατα — φορτηγός one who carries cargoes adverbial superl φορτηγός one who carries cargoes neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορτηγῶν — φορτηγέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) φορτηγός one who carries cargoes fem gen pl φορτηγός one who carries cargoes masc/neut gen pl φορτηγός one who carries cargoes masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”